υπερχαλώ

υπερχαλώ
-άω, Α
χαλαρώνω υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + χαλῶ «χαλαρώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερχαλῶ — ὑ̱περχαλῶ , ὑπερχαλάω loosen too much imperf ind mp 2nd sg ὑπερχαλάω loosen too much pres imperat mp 2nd sg ὑπερχαλάω loosen too much pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπερχαλάω loosen too much pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερχαλαστικός — ή, όν, Α [ὑπερχαλῶ] αυτός που επιφέρει μεγάλη χαλάρωση, μεγάλη ξεκούραση («ὑπερχαλαστικοῑς ὕπνοις», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”